- αποκαθηλώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ξεκαρφώνω: Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αποκαθήλωσαν το σώμα του Χριστού από το σταυρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκαθηλώνω — (Μ ἀποκαθηλώ, όω) ξεκαρφώνω και κατεβάζω κάτι από εκεί που ήταν καρφωμένο (κυρίως για το σώμα του Χριστού από τον Τίμιο Σταυρό) … Dictionary of Greek